Τ Ο Β Ε Λ Α Ν Ι Δ Ι(του Γερ. Ηρ. Παπατρέχα)
«Αύγουστε καλέ μου μήνα νάσουν δυο φορές το χρόνο» Ο Αύγουστος, με το παλιό ημερολόγιο βέβαια, δηλ. το χρονικό διάστημα από 14 Αυγούστου εώς 14 Σεπτεμβρίου σήμερα, ήταν για τα χωριά μας, όπως και για όλα τα χωριά της Ελλάδας, ο καλότυχος μήνας. Η σοδειά για το ψωμί της χρονιάς και την «ταή» των ζωντανών, είχε καλά κυβερνηθεί στ’ αμπάρια, αν βέβαια είχε πάει καλά ο Μάης.Οι μύλοι δούλευαν νυχτοήμερα, τα φουρναριά μοσκοβολούσαν από το νιό ψωμί. Ο νοικοκύρης που εξασφάλιζε το ψωμί του σπιτιού, τη «φαούρα» του, ένοιωθε ευτυχής ωσάν να είχε λύσει όλα του τα προβλήματα. Το ψωμί της φαμέλιας ήταν το σπουδαιότερο, το βασικό, όλα τα άλλα κάπως θα τα βόλευε. Και τα βόλευε καλά και παρακαλά τις χρονιές που «έπιανε» βελανίδι ο μεγάλος βελανιδιώνας, κύριο χαρακτηριστικό της Ξηρομερίτικης ενδοχώρας.Απ’ τη βουνοσειρά του Πεταλά, που αποτελεί και το φυσικό όριο του Ξηρομέρου και Βάλτου, πιο σωστά από τα Σαρδίνινα, μέχρι κάτω χαμηλά στον Τρίκαρδο, κυρίαρχο στοιχείο είναι οι σκληροτράχηλες, αιωνόβιες βελανιδιές. Ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος βελανιδιώνας των Βαλκανίων και λέω κάποτε, γιατί στον αιώνα μας δοκιμάστηκε πολύ από την φωτιά και το τσεκούρι.Θαυμάζει κανείς τούτο το δένδρο που ριζώνει, «αξαίνει και πλαταίνει» στις αιχμηρές και «ηλίβατες» βουνοσειρές του τόπου μας και καταφέρνει με την ελάχιστη ικμάδα να στέκεται περήφανο και συχνά πελώριο. Σε πολλά, που έτυχε να ριζώσουν σε «ψαχνό» μόνο το επίθετο γιγαντιαίο ταιριάζει. Είναι πραγματικές βασιλικές δρυς. Ως τις αρχές του αιώνα μας από τη Βελαώρα του Μαχαλά ύψωνε το απίστευτο ανάστημά της η περιβόητη «Κάλπη», οπωσδήποτε η μεγαλύτερη βελανιδιά της Βαλκανικής. Όταν ζήτησα κάποτε από ένα σεβάσμιο γέροντα, να μου περιγράψει εκείνο το γίγαντα, μου απάντησε χαρακτηριστικά: «Ήταν ένα έρπιτου!». Και είναι γνωστό ότι στο Ξηρόμερο με τη λέξη «έρπετο» (και όχι ερπετό), χαρακτηρίζουμε κάτι γιγαντιαίο, τερατώδες. Ήταν τόσο μεγάλη, λοιπόν, εκείνη η βελανιδιά, που της είχαν δώσει και το τόσο περίεργο όνομα «Κάλπη», ώστε όταν έπιανε βελανίδι, κληρωνόταν ως «τεμάχι» σε τέσσερις – πέντε οικογένειες.Θα φανεί απίστευτο κι όμως είναι αληθινό. Οι τιναχτάδες, που περπατούσαν πάνω στα κλωνάρια της, κατέβαζαν με τα λουριά τους εξήντα(!) και συχνά περισσότερα φορτώματα, δηλ. 120 τσουβάλια γεμάτα ως απάνω – απάνω, «σωπανιαστά», που λέμε.Μα κάποτε, όπως συμβαίνει δα μόλα τα ζωντανά της πλάσης, ήρθε η μοιραία στιγμή, ήρθε το τέλος και γι’ αυτή τη βασίλισσα του μεγάλου δάσους. Φορτωμένη, ποιος ξέρει με πόσους αιώνες, ξεριζώθηκε, έπεσε, συντρίφτηκε με μέγα πάταγο και τότε έγινε ότι λέει η αρχαία παροιμία: «Δρυός πεσούσης…». Στην περίπτωση ετούτη, οι Μαχαλιώται εξυλεύθησαν!Τούτος, λοιπόν, ο απέραντος βελανιδιώνας ήταν από τα πανάρχαια χρόνια πόρος ζωής, στήριγμα, πηγή πλούτου θα έλεγα για τους Ακαρνάνες της ενδοχώρας. Ακόμα και του Οδυσσέα τα κοπάδια, «συών συβόσια», «αγέλαι βοών» και «πόεα οιών», εδώ έτρωγαν «βάλανον μετοικέα». Ίσως ήταν προίκα της Πηνελόπης, της κόρης του Ικάριου, αυτό το πλουτοφόρο δάσος. Το δάσος που από πανάρχαιες εποχές εκτός από άφθονη τροφή στα κοπάδια, έδινε πολύτιμη, μοναδική δεψική και βαφική ύλη. Αναμφισβήτητα έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ζωή των Ακαρνάνων και στους αιώνες που ακολούθησαν, δηλ. κατά την ιστορική εποχή και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Σε τούτο το δημοσίευμα δεν θα γίνει λόγος για το δρυόδεντρο, τον «δέντρο», εξίσου πολύτιμο όπως η βελανιδιά. Επιφυλάσσεται ο γράφων για ξεχωριστό σημείωμα.Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε «προνομία» της βαλιντέ σουλτάνας (βασιλομήτορος) με πληρεξούσιο τον εκάστοτε Καπουδάν Πασά, ποιος ξέρει με πόσα πουγγιά μπαξίσι. Ο ίδιος μεγάλος ιστορικός ερευνητής, αποκαλεί το Ξηρόμερο «καλότυχη επαρχία» για τα προνόμια που είχε λάβει κατά καιρούς.Μετά την απελευθέρωση χαρακτηρίστηκε εθνικό κτήμα και επιζεί ως της μέρες μας η παράδοση ότι χάρη στον αγώνα του Θοδωράκη Γρίβα δόθηκε το δικαίωμα της νομής του βελανιδόκαρπου στα χωριά του Ξηρομέρου και μοιράστηκε το δάσος, ώστε νάχει κάθε χωριό το «τεμάχι του».Όταν γεννήθηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, στα 1868, η ανακτορική καμαρίλα, οι αιώνιοι γλειψιματίες εισηγήθηκαν να γίνει το δάσος «μαντωλάδα», δηλ. να γίνει βασιλική προνομία, όπως η Μανωλάδα της Ηλείας. Ο ξεσηκωμός των Ξηρομεριτών ματαίωσε τα ανίερα εκείνα σχέδια. Ολόκληρη μονογραφία αξίζει τούτο το εύλογημένο δάσος, έχει μεγαλη ιστορία.Αλλά καιρός για τα λαογραφικά μας. Όπως προανέφερα, οι χρονιές που ο βελανιδιώνας «έπιανε καρπό», ήταν χαράς ευαγγέλια για όλα τα χωριά που είχαν «τεμάχι». Βέβαια προνομιούχα ήταν τα χωριά που έτυχαν κοντά και μέσα ακόμα στο βελανιδιώνα, γιατί εκτός που είχαν πολλές, πάμπολλες, «χωραφίσιες» βελανιδιές, στοιχειωμένα μεγαλόπρεπα δένδρα, που κατέβαζαν και τον πολύ καρπό, μάζευαν και τη «χαμάδα» πολύ πριν αρχίσει η συγκομιδή. Εδώ πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν τρεις ποιότητες βελανιδιού, και λέμε υπήρχαν, γιατί τώρα πια αυτό το άλλοτε πολύτιμο προϊόν ανήκει στα αζήτητα.Η πρώτη ποιότητα λοιπόν ήταν η «χαμάδα»,ο άγουρος ακόμα και φυσικά μικρός σε μέγεθος καρπός που έπεφτε από το δέντρο, «αγούρευε» από τα μέσα Ιουλίου. Το ίδιο το δένδρο έκανε το ξεδιάλεμα και κανόνιζε πόσο καρπό θα κρατήσει και πόσο θα απορίψει.Αυτή τη χαμάδα, λιγοστή οπωσδήποτε σε ποσότητα, την αγόραζαν οι έμποροι με καλύτερη τιμή, γι’ αυτό και οι γυναίκες των κοντινών στα βελανιδοτόπια χωριών ξεχύνονταν με τα σακούλια. Με τη χαμάδα μπάλωναν ένα σωρό τρύπες του νοικοκυριού.Το ώριμο βελανίδι ήταν το κύριο προϊόν της συγκομιδής, ήταν το «μάτερο», ήταν αυτό που γέμιζε τις αποθήκες και σε χρονιές μεγάλης «ξυλοκαρπίας», όπως τόσο πετυχημένα λέμε στον τόπο μας, έφτανε και ξεπερνούσε τα πέντε και έξι εκατομμύρια οκάδες, δηλ. 7.500 τόνους περίπου. Κάθε χωριό, λοιπόν, από τις αρχές Αυγούστου φρόντιζε να βάλει δραγάτι στο τεμάχι του, ώστε να φυλαχτεί ακόμα και η χαμάδα. Τα «Καραγκούνικα» χωριά, σχεδόν όλα στην καρδιά του μεγάλου βελανιδιώνα, όχι μόνο δεν είχαν δικαιώματα στη νομή, αλλά ούτε να απλώσουν το χέρι τους κάτω από βελανιδιά. Και τούτο γιατί μέχρι τα μέσα του π.αι. ήταν ακόμα σκηνίτες και τους πολεμούσε κι ο Θοδωράκης Γρίβας.Αρειμάνιοι ντουλαμοφόροι, από κείνους τους χαρακτηριστικούς τύπους του Ξηρομέρου, τους «περισσότερο φίλους της κίνησης παρά της εργασίας», οπλισμένοι με το σασεπώ και αργότερα με το θρυλικό γκρα, φρόντιζαν να κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους.Κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη, όταν πια ο καρπός ήταν ώριμος για συγκομιδή, εγιόμιζαν οι στράτες από τα καραβάνια, πραγματική μετοικεσία, ξεσηκωμός. Καραβάνια από τα Ριζοβούνια (Βούστρι, Αχυρά, Καμποτή) και το δήμο Σολίου (τα χωριά Ζάβιτσα, Μερδενίκου, Βάρνακας, Κανδήλα, Μύτικας) και Κατούνα ως Μαχαλά κινούσαν για τη Μάνινα. Η απόσταση μεγάλη, μια ολόκληρη μέρα στη στράτα και βάλε, από το χάραμα μέχρι το θάμπωμα. Κάθε φαμέλια με τη κουρμπάνια της σε τρόφιμα και τα «σεα» της φορτωμένα στα αλογομούλαρα και τα γαϊδούρια. Ψωμί για μέρες, όσπρια, τραχανά, το λαδάκι το βλογημένο αλλά και το ξύδι για τη ζούπα. Τα εφόδια συμπληρώνονταν με τα «λούρια», που χωρίς αυτά δε ξεκινούσε κανείς. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να τινάξει τον καρπό; Γι’ αυτό και φρόντιζαν μέρες πριν, πάντα παρέες, να μπουν σε παλουριώνες και να κόψουν τα λούρια. Ξάνοιγαν τον τόπο με τα φαλκίδια και διάλεγαν τα πιο ψηλά και πιο εύρωστα, τα καθάριζαν και στη συνέχεια άναβαν φωτιές για να τα «κάψουν» και στη συνέχεια να τα ισιώσουν. Σε τούτη τη περίπτωση είχε κυριολεκτική εφαρμογή η γνωστή παροιμία «το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». Ο λούρος ήταν το όπλο, το μοναδικό εργαλείο των τιναχτάδων.Σαν έφταναν κατάκοποι στη Μάνινα, κάθε χωριό στο «τεμάχι» του, πρώτη φροντίδα ήταν η εγκατάσταση, καθένας να στήσει το «γορδί» του. Πόσες και πόσες γενιές δεν έστησαν τη φρατζέτα τους στον ίδιο τόπο και δεν αντιμετώπισαν τα ίδια προβλήματα. Όλα δύσκολα και πάνω απ’ όλα το νεράκι του Θεού.Ανάλογα με τις φαμέλιες που συγκεντρώνονταν σε κάθε τεμάχι, ήταν και τα μερίδια που κληρώνονταν.Με το χάραμα άρχιζε η συγκομιδή με πρωταγωνιστές τους «τιναχτάδες» και τα «λούρια» τους, βέβαια.Ο τιναχτής έπρεπε να είναι ψύχραιμος, προσεκτικός, να έχει την ικανότητα να «σκαλώνει» και στις πιο δύσκολες βελανιδιές και να καταφέρνει να ισορροπεί, ώστε να έχει ελεύθερα τα χέρια του, για να χειρίζεται το λούρο.Πολλές βελανιδιές ήταν «καλανέβατες», ενώ επίσης πολλές ήταν δύσκολες, «γκρίτζαλες», όπως λέμε. Ο κορμός τους τιναζόταν κατακόρυφος, τα σταυρώματα βρίσκονταν ψηλά. Συχνά χρειαζόταν να πετάξουν τριχιά και με τη βοήθειά της να σκαρφαλώσουν, και τι να πει κανείς για δένδρα που ήταν σε «ρόβολο», σε γκρεμίλα. Τα ατυχήματα ποτέ δεν έλειψαν και αρκετά υπήρξαν θανατηφόρα. Σκληρή η δουλειά για όλους μέσα στο λιοπύρι, στ’ αγκάθια, στα λιθάρια, στους σκορπιούς και στα φίδια. Εισόδημα πληρωμένο με πολύ ιδρώτα και με αίμα ακόμα. Με το βασίλεμα του ήλιου το γορδί ζωντάνευε, ξεφόρτωναν το βελανίδι της ημέρας, το απλώνανε στα αλώνια, ενώ οι γυναίκες άναβαν τη φωτιά στις «φωτογωνιές», για να ετοιμάσουν το βραδυνό, να φάνε κάτι με το κουτάλι και να απλώσουν μετά το κατάκοπο κορμί τους. Οι μεσίτες των εμπόρων του Αστακού δεν αργούσαν να φανούν με τα καντάρια τους. Το πιο σπουδαίο προτέρημά τους ήταν η τέχνη τους να «τσακίζουν» το καντάρι, ώστε να κλέβουν δύο – τρεις οκάδες σε κάθε ζύγι. Ήταν μια αυτοπριμοδότηση που συμπλήρωνε το μεσιτικό τους.Αλλά και μια υποτυπώδης αγορά δεν έλειπε από τα «γορδιά», λείπει μαθές ποτέ το αλισβερίσι; Μαγαζιά του Αστακού ή και του Αντελικού ακόμα, έστηναν παραρτήματα, πρόχειρες καλύβες με λίγα ψώνια, όπως πανικά, ψιλικά, κεφαλομάντηλα, κάλτσες κ.α. ανταλλάσονταν με βελανίδι.Τέλος πως μπορούσε να λείψει ο καφετζής. Μια μπουκάλα ούζο, ένα κουτί λουκούμια, κανα δυο μπρίκια για καφέ, μια φωτογωνιά κι ένα ασκί με νερό ήταν όλα κι όλα τα καπιτάλια του καφενέ.Οι μέρες περνούσαν με μόχθο πολύ, με στέρηση αλλά και με τραγούδια και με χορούς ακόμα. Αν το βελανίδι είχε βγάλει τη βελάνα του, δηλ. αν η βελάνα έβγαινε από το κύπελλο, έπρεπε η φαμέλια να καθίσει σταυροπόδι γύρο από το σωρό, να παραμερίσει κούραση και νύστα, και να «ξεβαλανιάσει».Μετά την πώληση γινόταν το «σάκιασμα» σε τσουβάλια που έφερναν οι έμποροι, το ζύγισμα και η πληρωμή και στη συνέχεια η μεταφορά στις αποθήκες. Τη μεταφορά έκαναν τα παλιά χρόνια Πραμαντιώτες λαο Καραγκούνηδες αγωγιάτες. Φάλαγγες τα αλογομούλαρα, φορτωμένα με το προϊόν του μόχθου των χωριών του Ξηρομέρου, έπαιρναν το δρόμο για τις αποθήκες. Στον ευλίμενο όρμο του Αγ. Παντελεήμονα, που μια γλώσσα τον χωρίζει από το πασίγνωστο πια Πλατυγιάλι, υπήρχε ολόκληρο συγκρότημα αποθηκών, κάθε Αστακιώτης βελανιδέμπορας και τη δική του. Εκεί γινόταν επεξεργασία, συχνά γυρίσματα των σωρών για να μην «ανάψει» το εμπόρευμα, ώσπου κλείνοταν οι παρτίδες με πελάτες του εσωτερικού και εξωτερικού και έφτανε η ώρα που το λιμάνι ζωντάνευε. Μεγάλα μπάρκα, με τρία άρμπουρα, Καντηλιώτικα, Καλαμισάνικα, Θιακά, μπάρκα που πάλευαν ακόμα και με του Ατλαντικού το κύμα, φόρτωναν για τη Μάλτα, το Τριέστι, Μυτιλήνη, κ.α.Κι οι χωρικοί μας, με κάπως ζεστές τις τσέπες, φόρτωναν τα σέα τους και κινούσαν για τα χωριά ή λοξοδρομούσαν για το πανηγύρι του Λιγοβιτσιού, που κράτησε μέχρι το 1920.Πραμάτειες κάθε λογής, πανικά διάφορα, ψιλικά, ντουλαμάδες, σαλάχια, τσαρούχια, σιδερικά και ένα σωρό άλλα πανηγυριώτικα πράγματα περίμεναν τον κάθε νοικοκύρη να αδειάσει τις τσέπες του.Σαν έμπαινε για τα καλά ο χινώπορος με τις πολλές βροχές, οι βελανιδιές έριχναν όσες «κακατσίδες» είχαν διαφύγει το χτύπημα του λούρου. Οι γυναίκες των χωριών, που ήταν κοντά στους βελανιδιώνες, έβγαιναν και μάζευαν αυτή τη «χάχλα», που πουλιώνταν όμως στη μισή τιμή του «μάτερου» βελανιδιού. Κάποιες τρυπούλες μπάλωνε και η χάχλα.Μα τα χρόνια άλλαξαν, το άλλωτε πολύτιμο βελανίδι πέρασε στα αζήτητα, άλλες ασχολίες, άλλες οι πηγές βιοπορισμού των χωριών μας, άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Όμως οι υψικάρηνες κι αγέρωχες βελανιδιές εξακολουθούν να ξυπνούν τις αναμνήσεις στους παλαιούς των ημερών και να θυμίζουν μια εποχή πραγματικά ηρωϊκή.
«Αύγουστε καλέ μου μήνα νάσουν δυο φορές το χρόνο» Ο Αύγουστος, με το παλιό ημερολόγιο βέβαια, δηλ. το χρονικό διάστημα από 14 Αυγούστου εώς 14 Σεπτεμβρίου σήμερα, ήταν για τα χωριά μας, όπως και για όλα τα χωριά της Ελλάδας, ο καλότυχος μήνας. Η σοδειά για το ψωμί της χρονιάς και την «ταή» των ζωντανών, είχε καλά κυβερνηθεί στ’ αμπάρια, αν βέβαια είχε πάει καλά ο Μάης.Οι μύλοι δούλευαν νυχτοήμερα, τα φουρναριά μοσκοβολούσαν από το νιό ψωμί. Ο νοικοκύρης που εξασφάλιζε το ψωμί του σπιτιού, τη «φαούρα» του, ένοιωθε ευτυχής ωσάν να είχε λύσει όλα του τα προβλήματα. Το ψωμί της φαμέλιας ήταν το σπουδαιότερο, το βασικό, όλα τα άλλα κάπως θα τα βόλευε. Και τα βόλευε καλά και παρακαλά τις χρονιές που «έπιανε» βελανίδι ο μεγάλος βελανιδιώνας, κύριο χαρακτηριστικό της Ξηρομερίτικης ενδοχώρας.Απ’ τη βουνοσειρά του Πεταλά, που αποτελεί και το φυσικό όριο του Ξηρομέρου και Βάλτου, πιο σωστά από τα Σαρδίνινα, μέχρι κάτω χαμηλά στον Τρίκαρδο, κυρίαρχο στοιχείο είναι οι σκληροτράχηλες, αιωνόβιες βελανιδιές. Ήταν κάποτε ο μεγαλύτερος βελανιδιώνας των Βαλκανίων και λέω κάποτε, γιατί στον αιώνα μας δοκιμάστηκε πολύ από την φωτιά και το τσεκούρι.Θαυμάζει κανείς τούτο το δένδρο που ριζώνει, «αξαίνει και πλαταίνει» στις αιχμηρές και «ηλίβατες» βουνοσειρές του τόπου μας και καταφέρνει με την ελάχιστη ικμάδα να στέκεται περήφανο και συχνά πελώριο. Σε πολλά, που έτυχε να ριζώσουν σε «ψαχνό» μόνο το επίθετο γιγαντιαίο ταιριάζει. Είναι πραγματικές βασιλικές δρυς. Ως τις αρχές του αιώνα μας από τη Βελαώρα του Μαχαλά ύψωνε το απίστευτο ανάστημά της η περιβόητη «Κάλπη», οπωσδήποτε η μεγαλύτερη βελανιδιά της Βαλκανικής. Όταν ζήτησα κάποτε από ένα σεβάσμιο γέροντα, να μου περιγράψει εκείνο το γίγαντα, μου απάντησε χαρακτηριστικά: «Ήταν ένα έρπιτου!». Και είναι γνωστό ότι στο Ξηρόμερο με τη λέξη «έρπετο» (και όχι ερπετό), χαρακτηρίζουμε κάτι γιγαντιαίο, τερατώδες. Ήταν τόσο μεγάλη, λοιπόν, εκείνη η βελανιδιά, που της είχαν δώσει και το τόσο περίεργο όνομα «Κάλπη», ώστε όταν έπιανε βελανίδι, κληρωνόταν ως «τεμάχι» σε τέσσερις – πέντε οικογένειες.Θα φανεί απίστευτο κι όμως είναι αληθινό. Οι τιναχτάδες, που περπατούσαν πάνω στα κλωνάρια της, κατέβαζαν με τα λουριά τους εξήντα(!) και συχνά περισσότερα φορτώματα, δηλ. 120 τσουβάλια γεμάτα ως απάνω – απάνω, «σωπανιαστά», που λέμε.Μα κάποτε, όπως συμβαίνει δα μόλα τα ζωντανά της πλάσης, ήρθε η μοιραία στιγμή, ήρθε το τέλος και γι’ αυτή τη βασίλισσα του μεγάλου δάσους. Φορτωμένη, ποιος ξέρει με πόσους αιώνες, ξεριζώθηκε, έπεσε, συντρίφτηκε με μέγα πάταγο και τότε έγινε ότι λέει η αρχαία παροιμία: «Δρυός πεσούσης…». Στην περίπτωση ετούτη, οι Μαχαλιώται εξυλεύθησαν!Τούτος, λοιπόν, ο απέραντος βελανιδιώνας ήταν από τα πανάρχαια χρόνια πόρος ζωής, στήριγμα, πηγή πλούτου θα έλεγα για τους Ακαρνάνες της ενδοχώρας. Ακόμα και του Οδυσσέα τα κοπάδια, «συών συβόσια», «αγέλαι βοών» και «πόεα οιών», εδώ έτρωγαν «βάλανον μετοικέα». Ίσως ήταν προίκα της Πηνελόπης, της κόρης του Ικάριου, αυτό το πλουτοφόρο δάσος. Το δάσος που από πανάρχαιες εποχές εκτός από άφθονη τροφή στα κοπάδια, έδινε πολύτιμη, μοναδική δεψική και βαφική ύλη. Αναμφισβήτητα έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην ζωή των Ακαρνάνων και στους αιώνες που ακολούθησαν, δηλ. κατά την ιστορική εποχή και κατά τους Βυζαντινούς χρόνους. Σε τούτο το δημοσίευμα δεν θα γίνει λόγος για το δρυόδεντρο, τον «δέντρο», εξίσου πολύτιμο όπως η βελανιδιά. Επιφυλάσσεται ο γράφων για ξεχωριστό σημείωμα.Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας αποτέλεσε «προνομία» της βαλιντέ σουλτάνας (βασιλομήτορος) με πληρεξούσιο τον εκάστοτε Καπουδάν Πασά, ποιος ξέρει με πόσα πουγγιά μπαξίσι. Ο ίδιος μεγάλος ιστορικός ερευνητής, αποκαλεί το Ξηρόμερο «καλότυχη επαρχία» για τα προνόμια που είχε λάβει κατά καιρούς.Μετά την απελευθέρωση χαρακτηρίστηκε εθνικό κτήμα και επιζεί ως της μέρες μας η παράδοση ότι χάρη στον αγώνα του Θοδωράκη Γρίβα δόθηκε το δικαίωμα της νομής του βελανιδόκαρπου στα χωριά του Ξηρομέρου και μοιράστηκε το δάσος, ώστε νάχει κάθε χωριό το «τεμάχι του».Όταν γεννήθηκε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, στα 1868, η ανακτορική καμαρίλα, οι αιώνιοι γλειψιματίες εισηγήθηκαν να γίνει το δάσος «μαντωλάδα», δηλ. να γίνει βασιλική προνομία, όπως η Μανωλάδα της Ηλείας. Ο ξεσηκωμός των Ξηρομεριτών ματαίωσε τα ανίερα εκείνα σχέδια. Ολόκληρη μονογραφία αξίζει τούτο το εύλογημένο δάσος, έχει μεγαλη ιστορία.Αλλά καιρός για τα λαογραφικά μας. Όπως προανέφερα, οι χρονιές που ο βελανιδιώνας «έπιανε καρπό», ήταν χαράς ευαγγέλια για όλα τα χωριά που είχαν «τεμάχι». Βέβαια προνομιούχα ήταν τα χωριά που έτυχαν κοντά και μέσα ακόμα στο βελανιδιώνα, γιατί εκτός που είχαν πολλές, πάμπολλες, «χωραφίσιες» βελανιδιές, στοιχειωμένα μεγαλόπρεπα δένδρα, που κατέβαζαν και τον πολύ καρπό, μάζευαν και τη «χαμάδα» πολύ πριν αρχίσει η συγκομιδή. Εδώ πρέπει να πούμε ότι υπήρχαν τρεις ποιότητες βελανιδιού, και λέμε υπήρχαν, γιατί τώρα πια αυτό το άλλοτε πολύτιμο προϊόν ανήκει στα αζήτητα.Η πρώτη ποιότητα λοιπόν ήταν η «χαμάδα»,ο άγουρος ακόμα και φυσικά μικρός σε μέγεθος καρπός που έπεφτε από το δέντρο, «αγούρευε» από τα μέσα Ιουλίου. Το ίδιο το δένδρο έκανε το ξεδιάλεμα και κανόνιζε πόσο καρπό θα κρατήσει και πόσο θα απορίψει.Αυτή τη χαμάδα, λιγοστή οπωσδήποτε σε ποσότητα, την αγόραζαν οι έμποροι με καλύτερη τιμή, γι’ αυτό και οι γυναίκες των κοντινών στα βελανιδοτόπια χωριών ξεχύνονταν με τα σακούλια. Με τη χαμάδα μπάλωναν ένα σωρό τρύπες του νοικοκυριού.Το ώριμο βελανίδι ήταν το κύριο προϊόν της συγκομιδής, ήταν το «μάτερο», ήταν αυτό που γέμιζε τις αποθήκες και σε χρονιές μεγάλης «ξυλοκαρπίας», όπως τόσο πετυχημένα λέμε στον τόπο μας, έφτανε και ξεπερνούσε τα πέντε και έξι εκατομμύρια οκάδες, δηλ. 7.500 τόνους περίπου. Κάθε χωριό, λοιπόν, από τις αρχές Αυγούστου φρόντιζε να βάλει δραγάτι στο τεμάχι του, ώστε να φυλαχτεί ακόμα και η χαμάδα. Τα «Καραγκούνικα» χωριά, σχεδόν όλα στην καρδιά του μεγάλου βελανιδιώνα, όχι μόνο δεν είχαν δικαιώματα στη νομή, αλλά ούτε να απλώσουν το χέρι τους κάτω από βελανιδιά. Και τούτο γιατί μέχρι τα μέσα του π.αι. ήταν ακόμα σκηνίτες και τους πολεμούσε κι ο Θοδωράκης Γρίβας.Αρειμάνιοι ντουλαμοφόροι, από κείνους τους χαρακτηριστικούς τύπους του Ξηρομέρου, τους «περισσότερο φίλους της κίνησης παρά της εργασίας», οπλισμένοι με το σασεπώ και αργότερα με το θρυλικό γκρα, φρόντιζαν να κάνουν πολύ αισθητή την παρουσία τους.Κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη, όταν πια ο καρπός ήταν ώριμος για συγκομιδή, εγιόμιζαν οι στράτες από τα καραβάνια, πραγματική μετοικεσία, ξεσηκωμός. Καραβάνια από τα Ριζοβούνια (Βούστρι, Αχυρά, Καμποτή) και το δήμο Σολίου (τα χωριά Ζάβιτσα, Μερδενίκου, Βάρνακας, Κανδήλα, Μύτικας) και Κατούνα ως Μαχαλά κινούσαν για τη Μάνινα. Η απόσταση μεγάλη, μια ολόκληρη μέρα στη στράτα και βάλε, από το χάραμα μέχρι το θάμπωμα. Κάθε φαμέλια με τη κουρμπάνια της σε τρόφιμα και τα «σεα» της φορτωμένα στα αλογομούλαρα και τα γαϊδούρια. Ψωμί για μέρες, όσπρια, τραχανά, το λαδάκι το βλογημένο αλλά και το ξύδι για τη ζούπα. Τα εφόδια συμπληρώνονταν με τα «λούρια», που χωρίς αυτά δε ξεκινούσε κανείς. Πώς θα μπορούσε αλλιώς να τινάξει τον καρπό; Γι’ αυτό και φρόντιζαν μέρες πριν, πάντα παρέες, να μπουν σε παλουριώνες και να κόψουν τα λούρια. Ξάνοιγαν τον τόπο με τα φαλκίδια και διάλεγαν τα πιο ψηλά και πιο εύρωστα, τα καθάριζαν και στη συνέχεια άναβαν φωτιές για να τα «κάψουν» και στη συνέχεια να τα ισιώσουν. Σε τούτη τη περίπτωση είχε κυριολεκτική εφαρμογή η γνωστή παροιμία «το στραβό το ξύλο η φωτιά το σιάζει». Ο λούρος ήταν το όπλο, το μοναδικό εργαλείο των τιναχτάδων.Σαν έφταναν κατάκοποι στη Μάνινα, κάθε χωριό στο «τεμάχι» του, πρώτη φροντίδα ήταν η εγκατάσταση, καθένας να στήσει το «γορδί» του. Πόσες και πόσες γενιές δεν έστησαν τη φρατζέτα τους στον ίδιο τόπο και δεν αντιμετώπισαν τα ίδια προβλήματα. Όλα δύσκολα και πάνω απ’ όλα το νεράκι του Θεού.Ανάλογα με τις φαμέλιες που συγκεντρώνονταν σε κάθε τεμάχι, ήταν και τα μερίδια που κληρώνονταν.Με το χάραμα άρχιζε η συγκομιδή με πρωταγωνιστές τους «τιναχτάδες» και τα «λούρια» τους, βέβαια.Ο τιναχτής έπρεπε να είναι ψύχραιμος, προσεκτικός, να έχει την ικανότητα να «σκαλώνει» και στις πιο δύσκολες βελανιδιές και να καταφέρνει να ισορροπεί, ώστε να έχει ελεύθερα τα χέρια του, για να χειρίζεται το λούρο.Πολλές βελανιδιές ήταν «καλανέβατες», ενώ επίσης πολλές ήταν δύσκολες, «γκρίτζαλες», όπως λέμε. Ο κορμός τους τιναζόταν κατακόρυφος, τα σταυρώματα βρίσκονταν ψηλά. Συχνά χρειαζόταν να πετάξουν τριχιά και με τη βοήθειά της να σκαρφαλώσουν, και τι να πει κανείς για δένδρα που ήταν σε «ρόβολο», σε γκρεμίλα. Τα ατυχήματα ποτέ δεν έλειψαν και αρκετά υπήρξαν θανατηφόρα. Σκληρή η δουλειά για όλους μέσα στο λιοπύρι, στ’ αγκάθια, στα λιθάρια, στους σκορπιούς και στα φίδια. Εισόδημα πληρωμένο με πολύ ιδρώτα και με αίμα ακόμα. Με το βασίλεμα του ήλιου το γορδί ζωντάνευε, ξεφόρτωναν το βελανίδι της ημέρας, το απλώνανε στα αλώνια, ενώ οι γυναίκες άναβαν τη φωτιά στις «φωτογωνιές», για να ετοιμάσουν το βραδυνό, να φάνε κάτι με το κουτάλι και να απλώσουν μετά το κατάκοπο κορμί τους. Οι μεσίτες των εμπόρων του Αστακού δεν αργούσαν να φανούν με τα καντάρια τους. Το πιο σπουδαίο προτέρημά τους ήταν η τέχνη τους να «τσακίζουν» το καντάρι, ώστε να κλέβουν δύο – τρεις οκάδες σε κάθε ζύγι. Ήταν μια αυτοπριμοδότηση που συμπλήρωνε το μεσιτικό τους.Αλλά και μια υποτυπώδης αγορά δεν έλειπε από τα «γορδιά», λείπει μαθές ποτέ το αλισβερίσι; Μαγαζιά του Αστακού ή και του Αντελικού ακόμα, έστηναν παραρτήματα, πρόχειρες καλύβες με λίγα ψώνια, όπως πανικά, ψιλικά, κεφαλομάντηλα, κάλτσες κ.α. ανταλλάσονταν με βελανίδι.Τέλος πως μπορούσε να λείψει ο καφετζής. Μια μπουκάλα ούζο, ένα κουτί λουκούμια, κανα δυο μπρίκια για καφέ, μια φωτογωνιά κι ένα ασκί με νερό ήταν όλα κι όλα τα καπιτάλια του καφενέ.Οι μέρες περνούσαν με μόχθο πολύ, με στέρηση αλλά και με τραγούδια και με χορούς ακόμα. Αν το βελανίδι είχε βγάλει τη βελάνα του, δηλ. αν η βελάνα έβγαινε από το κύπελλο, έπρεπε η φαμέλια να καθίσει σταυροπόδι γύρο από το σωρό, να παραμερίσει κούραση και νύστα, και να «ξεβαλανιάσει».Μετά την πώληση γινόταν το «σάκιασμα» σε τσουβάλια που έφερναν οι έμποροι, το ζύγισμα και η πληρωμή και στη συνέχεια η μεταφορά στις αποθήκες. Τη μεταφορά έκαναν τα παλιά χρόνια Πραμαντιώτες λαο Καραγκούνηδες αγωγιάτες. Φάλαγγες τα αλογομούλαρα, φορτωμένα με το προϊόν του μόχθου των χωριών του Ξηρομέρου, έπαιρναν το δρόμο για τις αποθήκες. Στον ευλίμενο όρμο του Αγ. Παντελεήμονα, που μια γλώσσα τον χωρίζει από το πασίγνωστο πια Πλατυγιάλι, υπήρχε ολόκληρο συγκρότημα αποθηκών, κάθε Αστακιώτης βελανιδέμπορας και τη δική του. Εκεί γινόταν επεξεργασία, συχνά γυρίσματα των σωρών για να μην «ανάψει» το εμπόρευμα, ώσπου κλείνοταν οι παρτίδες με πελάτες του εσωτερικού και εξωτερικού και έφτανε η ώρα που το λιμάνι ζωντάνευε. Μεγάλα μπάρκα, με τρία άρμπουρα, Καντηλιώτικα, Καλαμισάνικα, Θιακά, μπάρκα που πάλευαν ακόμα και με του Ατλαντικού το κύμα, φόρτωναν για τη Μάλτα, το Τριέστι, Μυτιλήνη, κ.α.Κι οι χωρικοί μας, με κάπως ζεστές τις τσέπες, φόρτωναν τα σέα τους και κινούσαν για τα χωριά ή λοξοδρομούσαν για το πανηγύρι του Λιγοβιτσιού, που κράτησε μέχρι το 1920.Πραμάτειες κάθε λογής, πανικά διάφορα, ψιλικά, ντουλαμάδες, σαλάχια, τσαρούχια, σιδερικά και ένα σωρό άλλα πανηγυριώτικα πράγματα περίμεναν τον κάθε νοικοκύρη να αδειάσει τις τσέπες του.Σαν έμπαινε για τα καλά ο χινώπορος με τις πολλές βροχές, οι βελανιδιές έριχναν όσες «κακατσίδες» είχαν διαφύγει το χτύπημα του λούρου. Οι γυναίκες των χωριών, που ήταν κοντά στους βελανιδιώνες, έβγαιναν και μάζευαν αυτή τη «χάχλα», που πουλιώνταν όμως στη μισή τιμή του «μάτερου» βελανιδιού. Κάποιες τρυπούλες μπάλωνε και η χάχλα.Μα τα χρόνια άλλαξαν, το άλλωτε πολύτιμο βελανίδι πέρασε στα αζήτητα, άλλες ασχολίες, άλλες οι πηγές βιοπορισμού των χωριών μας, άλλοι καιροί, άλλα ήθη. Όμως οι υψικάρηνες κι αγέρωχες βελανιδιές εξακολουθούν να ξυπνούν τις αναμνήσεις στους παλαιούς των ημερών και να θυμίζουν μια εποχή πραγματικά ηρωϊκή.